παραφίνες

παραφίνες
οι
χημ. άλλη ονομασία τών χημικών ενώσεων τής ομόλογης σειράς τών αλκανίων, κορεσμένων υδρογονανθράκων, που χαρακτηρίζονται από τη χημική αδράνεια τους απέναντι στα χημικά αντιδραστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

  • αλκάνια — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες, που ονομάζονται κοινώς παραφινικοί ή κεκορεσμένοι. Βλ. λ. υδρογονάνθρακες. * * * τα ή παραφίνες, οι Χημ. κεκορεσμένοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v + 2, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • δεκάνιο — Κορεσμένος υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH3(CH2)8CH3 (ευθεία αλυσίδα ατόμων άνθρακα) που ανήκει στα αλκάνια ή παραφίνες. Είναι άχρωμο υγρό, ήπια εύφλεκτο, με σημείο βρασμού 174°C, με σημείο τήξης –29,67°C, πυκνότητα 0,7299 gr/cm3 (20°C),… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • Φίσερ, Φραντς — (Fischer, Φράιμπουργκ 1877 – Μόναχο 1948). Γερμανός φυσικός. Συνεργάστηκε με τον Χανς Τροπς και επινόησαν, το 1925, μια μέθοδο παρασκευής συνθετικών υδρογονανθράκων, και ειδικότερα βενζίνης και γαζολίνης. Με τη μέθοδο αυτή παρασκευάζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”